- γελοίου
- γέλοιοςmirth-provokingmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βυζάντιος, Δημήτριος — (Κωνσταντινούπολη 1790 – Πάτρα 1853). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του κωμωδιογράφου και αγιογράφου Δημητρίου Κ. Χατζή Ασλάνη. Στη διάρκεια του Αγώνα του 1821 υπηρέτησε σε διάφορες κρατικές υπηρεσίες, προπάντων όμως έγινε γνωστός ως κωμωδιογράφος και… … Dictionary of Greek
Εμέ, Ανούκ — (Anouk Aimée, Παρίσι 1932 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Γαλλίδας ηθοποιού Φρανσουάζ Ντρέιφους (Françoise Sorya Dreyfus). Σπούδασε στο Bauer Therond Dramatic School στο Παρίσι, ενώ είχε ήδη ξεκινήσει, σε ηλικία μόλις 14 ετών, τις εμφανίσεις της… … Dictionary of Greek
Μπερτολούτσι, Μπερνάρντο — (Bernardo Bertolucci, Πάρμα 1940 –). Ιταλός σκηνοθέτης και σεναριογράφος του κινηματογράφου. Από τους διασημότερους και πιο σπουδαίους Ευρωπαίους δημιουργούς στον κινηματογράφο του 20ού αι., ο Μ. σπούδασε φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Ρώμης και… … Dictionary of Greek
Νέα Καληδονία — (Nouvelle Caledonie). Νησί (19.058 τ. χλμ., 222.900 κάτ. το 2003) του νοτιοδυτικού Ειρηνικού ωκεανού, λίγο βορειότερα από τον Τροπικό του Αιγόκερω και σε απόσταση περίπου 1.500 χλμ. από τις ακτές της Αυστραλίας.Είναι υπερπόντιο έδαφος της Γαλλίας … Dictionary of Greek